κρανέινος

κρανέινος
-η, -ο και κρανένιος, -α, -ο (AM κρανέινος, -ΐνη, -ον, Α και κρανάϊνος, -ΐνη, -ον και κράνινος, -ίνη, -ον)
κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. οστέ-ινος, στυππέ-ινος). Ο τ. κρανάινος κατά το πρότυπο παραγώγων όπως το ελά-ινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρανέινον — κρανέϊνον , κρανέινος made of the wood of masc acc sg κρανέϊνον , κρανέινος made of the wood of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράνειος — κράνειος, εία, ον (Α) κρανέινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά»] …   Dictionary of Greek

  • κράνινος — κράνινος, ίνη, ον (Α) βλ. κρανέινος …   Dictionary of Greek

  • κρανάινος — κρανάινος, ΐνη, ον (Α) βλ. κρανέινος …   Dictionary of Greek

  • κρανένιος — α, ο [κρανιά] κρανέινος* …   Dictionary of Greek

  • κρανίτικος — η, ο [κρανιά] κρανέινος, κατασκευασμένος από κρανιά …   Dictionary of Greek

  • περίτυλος — ον, Α 1. (για μέρος τού σώματος) γεμάτος τύλους, κάλους 2. το αρσ. ως ουσ. φρ. «περίτυλος κρανέϊνος» ξύλινο περίζωμα διακοσμημένο με εξογκώματα σαν κεφάλια καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τύλος «σκληρό εξόγκωμα, ρόζος»] …   Dictionary of Greek

  • κρανείνοις — κρανεΐνοις , κρανέινος made of the wood of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανείνῳ — κρανεΐνῳ , κρανέινος made of the wood of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανέινα — κρανέϊνα , κρανέινος made of the wood of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”