κρανέινον — κρανέϊνον , κρανέινος made of the wood of masc acc sg κρανέϊνον , κρανέινος made of the wood of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνειος — κράνειος, εία, ον (Α) κρανέινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά»] … Dictionary of Greek
κράνινος — κράνινος, ίνη, ον (Α) βλ. κρανέινος … Dictionary of Greek
κρανάινος — κρανάινος, ΐνη, ον (Α) βλ. κρανέινος … Dictionary of Greek
κρανένιος — α, ο [κρανιά] κρανέινος* … Dictionary of Greek
κρανίτικος — η, ο [κρανιά] κρανέινος, κατασκευασμένος από κρανιά … Dictionary of Greek
περίτυλος — ον, Α 1. (για μέρος τού σώματος) γεμάτος τύλους, κάλους 2. το αρσ. ως ουσ. φρ. «περίτυλος κρανέϊνος» ξύλινο περίζωμα διακοσμημένο με εξογκώματα σαν κεφάλια καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τύλος «σκληρό εξόγκωμα, ρόζος»] … Dictionary of Greek
κρανείνοις — κρανεΐνοις , κρανέινος made of the wood of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανείνῳ — κρανεΐνῳ , κρανέινος made of the wood of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανέινα — κρανέϊνα , κρανέινος made of the wood of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)